14/2/16

Ομάδες Νηπίων (Toddler Groups)



Ομάδες Νηπίων (Toddler Groups)


Ένα Μεταβατικό Πλαίσιο για μια Μεταβατική Ηλικία

Άνθια Ναυρίδη





Περίληψη:       Η παρούσα εργασία αφορά στις Ομάδες Νηπίων, ένα πρόγραμμα πρώιμης παρέμβασης με στόχο την υποστήριξη και ενίσχυση της σχέσης νηπίου-γονιού. Η νηπιακή ηλικία είναι μια περίοδος σημαντικών και κρίσιμων αλλαγών για τη λειτουργικότητα του παιδιού αλλά και για τη σχέση του με τους γονείς του και ειδικά με τη μητέρα. Η διαδικασία του αποχωρισμού-εξατομίκευσης (separation-individuation) αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ηλικίας. Μέσα από την παρουσίαση κλινικού υλικού που έχει προκύψει από αυτές τις ομάδες περιγράφεται η συμβολή της ομάδας και ειδικά του θεραπευτή, ως ενδιάμεσου στη δυάδα μητέρα-νήπιο κατά τη διαδικασία αποχωρισμού-εξατομίκευσης.[i]



Abstract:          The present study is about Toddler Groups, a program of primary intervention aiming to support the toddler-parent relationship. Toddlerhood is a period when very important changes are happening regarding the functioning of the child and its relationship with his parents and especially with his mother. The separation-Individuation process constitutes the main characteristic of this developmental phase. Through the presentation of clinical material from these groups, it will be described the role and the contribution of the group and more particular the therapists as an intermediate in the mother-toddler dyad during the separation-individuation process.

 


ΕΙΣΑΓΩΓΗ




Η νηπιακή ηλικία, αναπτυξιακά είναι μια εποχή δραματικών αλλαγών όσον αφορά τη λειτουργικότητα των παιδιών (Aber & Baker, 1990; Lieberman, 1994; Mahler et al., 1975; Shimm & Ballen, 1995), αλλά και τη σχέση τους με τους γονείς που σε κάποιες περιπτώσεις καταλήγει να γίνεται ανυπόφορη. Το παιδί πλέον περπατάει και αρχίζει να μιλάει, δοκιμάζει τις δυνατότητες και τα όρια του. Ειδικά η πρώτη νηπιακή ηλικία (μεταξύ ενός και τριών ετών) περιγράφεται και ως τα τρομερά δίχρονα (terrible twos), την οποία οι γονείς χαρακτηρίζουν ως εξαιρετικά πιεστική και με μεγάλη ένταση λόγω της ολοένα αυξανόμενης διεκδίκησης της αυτονομίας τους από μέρους των νηπίων αλλά και του έντονου αρνητισμού που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά τους (Aber & Baker, 1990; Lieberman, 1994). Η διαδικασία της αυτονόμησης αποτελεί όμως μια αλληλοδιαδραστική (interactive) κατάσταση. Η μαμά δηλαδή δεν αποτελεί απλά ένα πόλο αντίδρασης, αλλά εμπλέκεται εις βάθος στη διαδικασία αυτή με τη δική της εξάρτηση από το νήπιο και άρα τη σχέση της με το εσωτερικό της παιδί[1] και την εσωτερική σχέση της μαμά-παιδί.

Ένα από τα βασικά ζητήματα που καλείται να διαπραγματευτεί ένα παιδί αυτής της ηλικίας είναι και αυτό του αποχωρισμού-εξατομίκευσης (separation-individuation). Η ηλικία αυτή δηλαδή χαρακτηρίζεται από την πρώτη προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης του παιδιού από τους γονείς. Το παιδί επιδιώκει τον αποχωρισμό και την αυτονομία του αλλά παράλληλα αισθάνεται ακόμη εξαρτημένο από την μητέρα του. Χρειάζεται λοιπόν να βρεθεί κάποιου είδους ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών κινήτρων συμπεριφοράς, αυτού για προσκόλληση και αυτού για εξερεύνηση (Bowlby, 1969). O ρόλος των γονέων και ειδικά της μητέρας, είναι πολύ σημαντικός για την προσπάθεια αυτή του παιδιού, καθώς χρειάζεται να αποτελεί για εκείνο σταθερό σημείο αναφοράς από το οποίο να μπορεί να απομακρύνεται ώστε να εξερευνά το περιβάλλον του στο οποίο να μπορεί και να επιστρέφει για επιβεβαίωση και ενίσχυση σε στιγμές έντασης και κούρασης. Οι γονείς καλούνται λοιπόν να βρουν μια ισορροπία ανάμεσα στις συμπεριφορές που αφορούν στην προστασία του νηπίου και σε αυτές που αφορούν στην ενθάρρυνση του για αυτονομία. Δημιουργώντας δηλαδή στο παιδί τους ένα αίσθημα ασφάλειας, με το να είναι σωματικά και συναισθηματικά διαθέσιμοι, και παράλληλα επιτρέποντας του να εξερευνά το περιβάλλον του άφοβα (Lieberman, 1992).

Οι Ομάδες Νηπίων ξεκίνησαν στο Anna Freud Centre και αποτελούν μια μορφή πρώιμης παρέμβασης που ακολουθεί ένα ψυχοδυναμικό πρότυπο. Σαν στόχο έχουν το να υποστηριχθούν τα νήπια, οι γονείς τους αλλά και η μεταξύ τους σχέση κατά τη διάρκεια της δύσκολης αυτής φάσης, ενισχύοντας την προοδευτική ανάπτυξη και ταυτόχρονα παρέχοντας και τη δυνατότητα εντοπισμού τυχόν δυσκολιών πριν αυτές εσωτερικευθούν πλήρως και άρα παγιωθούν (Zaphiriou Woods, 2000:p.209). Η σημασία της λεγόμενης Πρώιμης Παρέμβασης για την αντιμετώπιση συναισθηματικών δυσκολιών και προβλημάτων συμπεριφοράς, είναι απόλυτα αναγνωρισμένη  στις μέρες μας (Fonagy, 1998; Green Paper, 1999). Προγράμματα όπως αυτά των Ομάδων Νηπίων έχουν το πλεονέκτημα να γίνονται αντιληπτά σαν υπηρεσίες κοινωνικής υποστήριξης και διαπαιδαγώγησης και όχι σαν ψυχοθεραπευτικές υπηρεσίες που αφορούν στην ψυχοπαθολογία, με αποτέλεσμα να προσελκύεται σ’αυτές μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού (Zaphiriou Woods, 2000).

Η Ομάδα Νηπίων θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί έναν μεταβατικό κατά Winnicott (1971) χώρο σε διάφορα επίπεδα. Ως πλαίσιο προσανατολισμένο στην πρόληψη, αποτελεί έναν μεταβατικό χώρο μεταξύ του υγιούς και του παθολογικού, αλλά και όσον αφορά στους τρόπους παρέμβασης βρίσκεται μεταξύ της θεραπείας και της διαπαιδαγωγήσης (Zaphiriou-Woods, 2005). Κυρίως όμως αποτελεί έναν μεταβατικό χώρο μεταξύ του νηπίου και της μητέρας του όπου «υπάρχει εμπιστοσύνη και αξιοπιστία για να δημιουργηθεί ένας δυνητικός χώρος που μπορεί να γίνει απεριόριστη περιοχή χωρισμού…την οποία μπορεί το νήπιο και ο ενήλικας δημιουργικά να γεμίσει με παιχνίδι» (Winnicott, 1971:189).



ΙΣΤΟΡΙΚΟ




Το πρώτο toddler group ξεκίνησε στο Anna Freud Centre (A.F.C) το 1950 από την Joyce Robinson, η οποία διηύθυνε την Well Baby Clinic του A.F.C. Μέσα από τη δουλειά της στην κλινική αυτή, παρατήρησε ότι όταν τα βρέφη μεγαλώνοντας γίνονται πιο ενεργητικά και δραστήρια, δημιουργούνται δυσκολίες στη σχέση τους με τις μητέρες τους, οι οποίες εκδηλώνουν ένα έντονο αίσθημα απώλειας (Zaphiriou 2005). Σήμερα, το πρόγραμμα των Toddler Groups αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι κλινικής δουλειάς του A.F.C., εξακολουθώντας να πραγματοποιείται στον ίδιο χώρο απ’όπου ξεκίνησε. Παράλληλα έχει διαδοθεί ευρύτατα στο σύνολο της Μεγάλης Βρετανίας και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως στην Ιταλία και στη Ρωσία, όπου λειτουργούν πλέον toddler groups σε κέντρα ψυχικής υγιεινής και σε νηπιαγωγεία. 

 Στην Ελλάδα τα τελευταία δυο χρόνια το πρόγραμμα Ομάδες Νηπίων εφαρμόζεται σε ένα Κοινοτικό Ψυχιατρικό Κέντρο Ημέρας της Αθήνας. Τον περασμένο χρόνο λειτούργησε για πρώτη φορά πιλοτικά, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η προσαρμογή του μοντέλου του Anna Freud Centre στην Ελληνική πραγματικότητα. Κατά τη διαδικασία μεταφοράς του προγράμματος στα Ελληνικά δεδομένα ανέκυψε μια σειρά από προβληματισμούς. Πρώτα από όλα, με δεδομένα την επιφυλακτικότητα και την προκατάληψη που υπάρχουν απέναντι στις υπηρεσίες της ψυχικής υγείας,  ποια θα ήταν η ανταπόκριση του κοινού σε ένα τέτοιο πρόγραμμα και μάλιστα όταν αυτό απευθύνεται στο “φυσιολογικό“ παιδί. Στη συνέχεια, σε ποιο βαθμό θα ήταν διατεθειμένοι οι συμμετέχοντες να δεσμευτούν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον ενός έτους) που απαιτείται για την πραγματοποίηση αυτού του προγράμματος. Στην πράξη οι αμφιβολίες αυτές διαψεύστηκαν, καθώς υπήρξε μεγάλη ανταπόκριση από το κοινό και παράλληλα μεγάλη προθυμία δέσμευσης για όλη τη διάρκεια του προγράμματος.

Στην ανάπτυξη των toddler groups στο εν λόγω Κέντρο, καθοριστική ήταν η σημασία της συνεργασίας με το Α.F.C του Λονδίνου. Σε πρώτη φάση, προσωπικό του Κέντρου εκπαιδεύτηκε στον τρόπο διεξαγωγής αυτών των ομάδων. Στη συνέχεια η Marie Zaphiriou-Woods, υπεύθυνη του Προγράμματος Toddler groups στο A.F.C, ήρθε στην Ελλάδα και παρακολούθησε η ίδια από κοντά την οργάνωση του πλαισίου και τα πρώτα βήματα υλοποίησης του προγράμματος.



 


ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ




Οι Ομάδες Νηπίων απευθύνονται σε γονείς που εκφράζουν την ανάγκη για βοήθεια στη σχέση τους με το παιδί τους ή για τυχόν δυσκολίες που οι ίδιοι κρίνουν ότι αντιμετωπίζει το παιδί. Βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της πρώιμης αντιμετώπισης και της πρόληψης ενώ παράλληλα, ενισχύουν και τη δυνατότητα έγκαιρης διάγνωσης και εντοπισμού πιθανών προβλημάτων. Το μοντέλο που ακολουθείται είναι αυτό του Anna Freud Centre.

Συμμετέχουν παιδιά ηλικίας από ενός έως τριών ετών, τα οποία δεν θα πρέπει να παρουσιάζουν κάποιου είδους οργανική αναπηρία ή διαγνωσμένη ψυχοπαθολογία. Η ομάδα αποτελείται από 5-6 ζεύγη παιδιών-γονιών (συνήθως συμμετέχουν μητέρες). Από τους γονείς ζητείται από την αρχή να δεσμευτούν ότι θα συμμετέχουν στην ομάδα για τουλάχιστον ένα ακαδημαϊκό έτος, μέχρι το παιδί τους να ξεπεράσει την ηλικία των τριών ετών. Η ομάδα πραγματοποιείται μια φορά την εβδομάδα, ενώ η κάθε συνεδρία διαρκεί μιάμιση ώρα.

Στόχος του προγράμματος είναι η παροχή υποστήριξης στα παιδιά στην κρίσιμη αυτή ηλικία, στις μητέρες τους, αλλά και στη μεταξύ τους σχέση, μέσω της συμβουλευτικής και του παιχνιδιού. Πρόκειται για ένα ασφαλές, σταθερό και πλούσιο σε ερεθίσματα περιβάλλον, διαμορφωμένο σύμφωνα με τη συναισθηματική ηλικία και την αναπτυξιακή φάση των παιδιών. Εκεί, γονείς και παιδιά μπορούν να συναντώνται τακτικά, συμβάλλοντας στη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης, όπου μπορεί κανείς να μοιραστεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, να διδαχθεί ο ένας από τον άλλο, αλλά και να ζητήσει συμβουλές και καθοδήγηση όπου χρειάζεται. Συμβολικά, η ομάδα παρέχει μητρικές και πατρικές λειτουργίες στα μέλη της, όπως το κράτημα (holding) (Winnicott, 1971), η περίεξη (containing), (Bion, 1962b) η διαπαιδαγώγηση, η οριοθέτηση κ.τ.λ. βοηθώντας στη διαδικασία αποχωρισμού-εξατομίκευσης (separation-individuation), (Mahler,1965b).

Συντονιστές της ομάδας είναι δυο ψυχολόγοι, οι οποίοι έχουν κλινική εποπτεία ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης. Οι τρόποι παρέμβασης ποικίλουν και πραγματοποιούνται σε διάφορα επίπεδα. Σε ένα πρώτο επίπεδο η παρέμβαση αφορά στα παιδιά καθώς οι ομάδες νηπίων, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αποτελούν και έναν προθάλαμο για το νηπιαγωγείο με το οποίο έχουν πολλά κοινά όπως π.χ. το ότι είναι ένας χώρος έξω από το σπίτι, με πολλά παιχνίδια, όπου τα νήπια συναναστρέφονται με άλλα παιδιά και ενήλικες. Παράλληλα βέβαια διαφέρουν και σε πολλά σημεία, όπως π.χ. το ότι στις ομάδες νηπίων τα παιδιά πηγαίνουν με τους γονείς τους, διαρκούν μόνο μιάμιση ώρα την εβδομάδα κ.τ.λ. Επιπλέον γίνεται προσπάθεια επεξεργασίας της επιθετικότητας των παιδιών, ενίσχυσης της οριοθέτησης αλλά και εκμάθηση του να μοιράζονται. Γίνεται δηλαδή μια προσπάθεια διεργασίας των διαφόρων θεμάτων που παρουσιάζονται στη συγκεκριμένη αναπτυξιακή φάση. Το δεύτερο επίπεδο έχει να κάνει με τη δουλειά που γίνεται με τους γονείς, οι οποίοι ενθαρρύνονται στο να κάνουν διάλογο μεταξύ τους, να μοιράζονται τα άγχη και τις ανησυχίες τους καθώς και τις εμπειρίες τους, μαθαίνοντας ο ένας από τον άλλο. Παράλληλα τους παρέχεται και ένα μοντέλο εναλλακτικών τρόπων αντιμετώπισης διαφόρων καταστάσεων ακόμα και τρόπων ευχάριστης ενασχόλησης με το παιδί τους. Επίσης γίνεται και προσπάθεια σύνδεσης της εσωτερικής με την εξωτερική πραγματικότητα. Τέλος σε ένα τρίτο επίπεδο, η παρέμβαση αφορά στη σχέση μεταξύ των νηπίων και των γονιών τους, όπου λ.χ. μιλάμε στο γονιό για το παιδί του (εκ μέρους του) ή άλλες φορές βάζουμε σε λόγια διάφορα συναισθήματα που δεν μπορούν να εκφραστούν λεκτικά τόσο από τους γονείς προς τα παιδιά, όσο και από τα παιδιά προς τους γονείς.



Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας ένα υλικό που έχει προκύψει μέσα από τις ομάδες, παρουσιάζονται κάποιες πτυχές από τη συνολική δουλεία που γίνεται σ’ αυτές, με στόχο να περιγραφεί το αντικείμενο και η σημασία τους.





Η ΔΥΑΔΑ ΜΗΤΕΡΑ-ΝΗΠΙΟ

Ο ρόλος του θεραπευτή όταν τα όρια μεταξύ τους δεν είναι διακριτά



Με την έκφραση “There is no such a thing as an infant” ο Winnicott, (1960) υποστήριξε ότι ένα βρέφος δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του. Είναι πλήρως εξαρτημένο από τη μητέρα του με την οποία βρίσκεται σε μια κατάσταση συγχώνευσης. Η Margaret Malher μάλιστα, θέλοντας να περιγράψει αυτή την πρώτη σχέση μητέρας-βρέφους μίλησε για μια φυσιολογική αυτιστική φάση (Bergman 1999).

Μετά τους πρώτους μήνες της ζωής του και αυτή την πρώιμη κατάσταση συγχώνευσης, το βρέφος βρίσκεται σε ένα στάδιο όπου διαχωρίζει τη μητέρα από τον εαυτό του. Παράλληλα και η μητέρα, με την δική της ανάρρωση από μια κατάσταση υψηλού βαθμού ταύτισης με το βρέφος (Winnicott, 1971), καλείται να πραγματοποιήσει τη μετάβαση από την αρχικά ναρκισσιστική επένδυση του βρέφους ως μέρους του εαυτού της, σε μια επένδυση του αντικειμένου ως αυτόνομο και ξεχωριστό άτομο (Furman, 1992).

Η διαδρομή όμως από την εξάρτηση στην αυτονομία δεν αποτελεί μονόδρομη κίνηση, με αποτέλεσμα κατά τη διαδικασία του αποχωρισμού-εξατομίκευσης να υπάρχουν στιγμές (moments), (Pine, 1992) συγχώνευσης μητέρας-βρέφους. Αυτές οι στιγμές συγχώνευσης, παρ’όλο που προσλαμβάνονται υποκειμενικά από το βρέφος και τη μητέρα του, χωρίς να γίνονται αντιληπτές αντικειμενικά, μπορούν να γίνουν ορατές μέσα από συμπτώματα και συμπεριφορές. Μέσα στην ομάδα, πολλές φορές παρατηρούμε ότι υπάρχουν τέτοιες στιγμές όπου τα όρια μεταξύ μητέρας και νηπίου δεν είναι διακριτά.



Η Εβίτα 15 μηνών έχει μεγάλη δυσκολία με τον ύπνο, ξυπνάει συνέχεια μέσα στη νύχτα και κλαίει. Κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο με τη μητέρα της και ο πατέρας κοιμάται στο σαλόνι χωρίς όμως να το ξέρει η Εβίτα. Η μητέρα της δεν μπορεί να της το πει γιατί όπως λέει «φοβάται μην υποθέσει τίποτα κακό».



Με τη βοήθεια του θεραπευτή, η μητέρα συνειδητοποίησε πως αυτή που αισθάνεται άβολα με τη συμπεριφορά του πατέρα και φοβάται τι να υποθέσει, δεν είναι η Εβίτα αλλά η ίδια. Τότε πια ήταν σε θέση να αποκαλύψει στην Εβίτα που κοιμάται ο πατέρας της και άρα να κατευνάσει το άγχος της κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Συχνά επίσης παρατηρούμε ότι μια δυσκολία που φαίνεται να αντιμετωπίζει ένα παιδί, δεν είναι δική του ή τουλάχιστον δεν είναι μόνο δική του αλλά είναι και της μητέρας του που διαμέσου του μηχανισμού της προβλητικής ταύτισης εκφράζεται από το παιδί.



Η Άννα 28 μηνών έχει μεγάλη δυσκολία να φύγει από την ομάδα. Κάθε φορά που  πρέπει να φύγουν κάνει πολύ έντονες εκρήξεις θυμού, τρέχει τσιρίζοντας πάνω κάτω μέσα στην αίθουσα και δεν αφήνει την μητέρα της να την ντύσει. Μετά από αρκετές συναντήσεις κατάφερε να φύγει πιο άνετα, καθώς αποχώρισε ταυτόχρονα με τα υπόλοιπα παιδιά, μπαίνοντας όλοι μαζί στο ασανσέρ. Την αμέσως επόμενη φορά και ενώ η Άννα έδειχνε πιο άνετη με την αποχώρηση από την ομάδα (υπομονετικά καθόταν να την ντύσει η μητέρα της), η μητέρα της αργούσε πάρα πολύ να την ντύσει (δεν μπορούσε με τίποτα να της φορέσει το μπουφάν της) με αποτέλεσμα να φύγουν όλοι οι υπόλοιποι και να αρχίσει να διαμαρτύρεται και πάλι η Άννα. Τότε η μητέρα της, της είπε: «αν ετοιμαζόσουν πιο γρήγορα θα φεύγαμε μαζί τους».



Την επόμενη εβδομάδα, καθώς η ομάδα πλησίαζε προς το τέλος της και είχε αρχίσει να υπάρχει αναστάτωση στην Άννα και στη μητέρα της, η θεραπεύτρια απευθυνόμενη και στις δύο είπε ότι ίσως θα ήταν καλύτερα αν η Άννα σταματούσε το παιχνίδι νωρίτερα και την βοηθούσε η μητέρα της να ετοιμαστεί γρήγορα ώστε να προλάβουν να φύγουν μαζί με τους άλλους. Με αυτό τον τρόπο η θεραπεύτρια βοήθησε τη συγκεκριμένη μητέρα να διακρίνει και να διαχωρίσει τη δική της συμπεριφορά από αυτή της Άννας και ίσως να αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι έχει και η ίδια δυσκολία με τον αποχωρισμό.



Η Μαίρη 26 μηνών και η μητέρα της συμμετέχουν στην ομάδα. Και οι δυο μοιάζει να έχουν δυσκολία στο να ενταχθούν. Η Μαίρη είναι μονίμως κολλημένη επάνω στη μητέρα της και δεν απομακρύνεται καθόλου, ούτε ανταποκρίνεται θετικά σε όποιον πάει να παίξει μαζί της. Η μητέρα επίσης αποφεύγει να συζητάει με τις υπόλοιπες μητέρες και επιμένει να μην δέχεται οτιδήποτε της προσφέρουμε. Μετά από αρκετές συναντήσεις, η Μαίρη εκφράζει ενδιαφέρον για ένα παιχνίδι και γνέφει στην μητέρα της να πάνε προς τα εκεί, η οποία όμως κρυφά δεν ακολουθεί. Όταν η Μαίρη φτάνει στο παιχνίδι συνειδητοποιεί ότι η μητέρα της είχε μείνει πίσω και πανικοβλημένη επιστρέφει. Τότε η μητέρα της γελώντας λέει. «Ήθελα να δω αν θα με ξεχάσει και θα μπορέσει να πάει μόνη της».



Η μητέρα της Μαίρης, λόγω και της δικής της δυσκολίας να ενταχθεί στην ομάδα, δεν μπορεί να ενθαρρύνει και να στηρίξει τη Μαίρη αλλά αντίθετα υπονομεύει τις προσπάθειες της να αισθανθεί πιο άνετα, να εξερευνήσει το χώρο, να μπει στην ομάδα. Επιπλέον, είναι σαν η ένταξη της Μαίρης στην ομάδα να βιώνεται από την μητέρα και σαν αποχωρισμός. Για τη μητέρα δηλαδή μοιάζει η ανεξαρτητοποίηση της κόρης της να σημαίνει απώλεια κάποιου μέρους του εαυτού της (άλλωστε η ίδια απευθύνεται στη Μαίρη σε τρίτο πρόσωπο) και άρα να βιώνεται σαν απειλή για τη μητέρα ως ολικό αντικείμενο[2] (Whole Object), (Martinez del Solar, 2003). Είναι δηλαδή σαν η μητέρα να φοβάται ότι με την απομάκρυνση της κόρης της κινδυνεύει να αποξενωθεί ένα κομμάτι του εαυτού της, χάνοντας έτσι η ίδια την ήδη επισφαλή και εύθραυστη ενότητά της ως όλον, ως πρόσωπο.  



ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ

Όταν οι αισθήσεις του θεραπευτή γίνονται γέφυρα ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί



Πολλές φορές μέσα στην ομάδα ο θεραπευτής καλείται να λειτουργήσει σαν διαμεσολαβητής ανάμεσα στη δυάδα γονιός-νήπιο. Εκείνες τις στιγμές είναι σαν να χρειάζεται κάποιος τρίτος, να τους βοηθήσει να γεμίσουν το κενό που δημιουργείται αναμεσα τους, ο δυνητικός χώρος κατά Winnicott που δημιουργείται από το διαχωρισμό μητέρας-βρέφους, ώστε ο αποχωρισμός να γίνει επικοινωνία.



Ο Σωκράτης 17 μηνών έκανε σπιτάκι το γραφείο μέσα στην αίθουσα και μπήκε από κάτω. Οι γονείς του είχαν στραμμένη την προσοχή τους αλλού και δεν κοίταγαν τον Σωκράτη. Εκείνος κοιτάζοντας τη θεραπεύτρια φώναξε μαμά, κι εκείνη το επανέλαβε κοιτάζοντας την μητέρα του, η οποία όμως της απάντησε «εσένα φωνάζει».



Στην περίπτωση του Σωκράτη, το βλέμμα του έμοιαζε να μην φτάνει για να καλύψει την απόσταση που υπήρχε μεταξύ αυτού και της μητέρας του. Έτσι χρειάστηκε η θεραπεύτρια να διαμεσολαβήσει και μετακινώντας το δικό της βλέμμα από τον Σωκράτη στη μαμά του να μεταφέρει μαζί και το δικό του.

Άλλοτε πάλι ο θεραπευτής καλείται να χρησιμοποιήσει την όσφρηση του για να μυρίσει και να μεταφέρει κάποιο μήνυμα ως μυρωδιά από τον έναν στον άλλο.

Η μητέρα του  Περικλή που είναι 27 μηνών δυσκολεύεται μαζί του με την εκπαίδευση της τουαλέτας. Μια μέρα στην ομάδα είπε στην θεραπεύτρια «άμα σας μυρίσει να μου το πείτε γιατί είναι κλειστή η μύτη μου και δεν καταλαβαίνω»



Η μητέρα του Περικλή είχε μεγάλη δυσκολία να του παραχωρήσει την ευθύνη του σώματος του, πολλές φορές είχε αναφέρει με παράπονο ότι «δεν μπορώ πια να τον βάλω κάτω για να τον αλλάξω, όπως όταν ήταν πιο μικρός». Έτσι ζητώντας η μητέρα από τη θεραπεύτρια να αναλάβει εκείνη να τους ενημερώσει για το πότε ο Περικλής είχε λερωθεί, ήταν σαν να της άφηνε την ευθύνη του σώματος του Περικλή, για να μπορέσει έπειτα πιο εύκολα να την παραχωρήσει στον ίδιο.

Σε μια άλλη περίπτωση ο θεραπευτής καλείται να μεσολαβήσει ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί για να τους βοηθήσει να κατανοήσουν τι ακριβώς συμβαίνει και παράλληλα να τους δείξει άλλους τρόπους χειρισμού της παρούσας κατάστασης.



Ο Πέτρος 15 μηνών  και η αδερφή του η Λυδία 28 μηνών συμμετέχουν στην ομάδα μαζί με την μητέρα τους. Κάποια φορά η Λυδία άρπαξε από τον Πέτρο κάτι κουκλάκια που κρατούσε και άρχιζε να παίζει εκείνη μαζί τους. Ύστερα από λίγη ώρα η Λυδία ζήτησε από την θεραπεύτρια να της κρατήσει τα κουκλάκια για λίγο ώστε να μπορέσει εκείνη να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Η μητέρα τους τότε σχολίασε ότι δεν τα δίνει σε εκείνη γιατί ξέρει ότι θα τα επιστρέψει στον Πέτρο. Ύστερα από λίγη ώρα η Λυδία ζήτησε τα κουκλάκια από τη θεραπεύτρια και τα έδωσε στη μητέρα της να τα κρατάει, η οποία  τα κράτησε μέχρι να της τα ζητήσει πίσω η Λυδία, (κάνοντας δηλαδή ότι είχε κάνει η θεραπεύτρια νωρίτερα).



Άλλοτε πάλι ο θεραπευτής διαμεσολαβεί μεταξύ μητέρας-παιδιού, λειτουργώντας σαν καθρέφτης μέσα από τον οποίο η μητέρα θα μπορέσει να δει το παιδί της (αντικατοπτριστικός ρόλος κατά Winnicott), (1971).



Είναι η ώρα του κολατσιού και όλοι καθόμαστε στο τραπέζι εκτός από τον Γιώργο 28 μηνών ο οποίος αρνείται να καθίσει και συνεχίζει να παίζει με το παιχνίδι του. Η μητέρα του που νιώθει αρκετά άβολα με αυτή τη συμπεριφορά του παιδιού της κοιτάζει επίμονα τη θεραπεύτρια στα μάτια για να δει το βλέμμα με το οποίο κοιτάζει εκείνη τον Γιώργο.



Η θεραπεύτρια δηλαδή κοιτάζει τον Γιώργο και η μητέρα είναι σαν να κοιτάζει το βλέμμα της θεραπεύτριας και ότι καθρεφτίζεται σε αυτό, ώστε να μπορέσει τελικά και η ίδια να δει “τι είναι” ο Γιώργος, πώς πρέπει να αισθάνεται και πώς να αντιδράσει απέναντί του: Είναι «κακό παιδί», «κουραστικό» και αρά εκείνη σαν μητέρα του να αισθανθεί ντροπή και ενοχή, ή είναι απλώς ακόμα «μικρούλης» και άρα να αισθανθεί τρυφερά απέναντι του;



ΕΠΙΛΟΓΟΣ



Οι Ομάδες Νηπίων ως ενδιάμεσος χώρος, συμβάλουν στη «δημιουργία χώρου ανάμεσα στο νήπιο και το γονιό του, όπου η μεταξύ τους σχέση να αποτελεί μέσον και όχι εμπόδιο στην πραγματοποίηση των ατομικών τους αναγκών» (Lieberman, 1992: p.573).

Στη μεταβατική αυτή αναπτυξιακά φάση, πραγματοποιούνται πολύ σημαντικές  αλλαγές στη σχέση του παιδιού με το γονιό του. Μέσα από τη σχέση αυτή, το παιδί καλείται να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις όποιες δυσκολίες του και να εξελιχθεί σε ένα ξεχωριστό άτομο με δίκή του προσωπική υπόσταση, να αναπτύξει κατά Winnicott έναν αληθινό εαυτό (True Self). Για να μπορέσει να το πετύχει αυτό ένα παιδί χρειάζεται τη στήριξη των γονιών του ώστε να αισθάνεται ασφαλές, να έχει αυτoεκτίμηση και τελικά να μπορεί να αντλεί ικανοποίηση από τον εαυτό του (Furman 1992).

Η μητέρα αποτελώντας τον έναν πόλο του ζεύγους μητέρα-νήπιο, αντιμετωπίζει επίσης δυσκολίες, καθώς καλείται να επιτρέψει στον εαυτό της να χάσει το παιδί της, να αντέξει δηλαδή το γεγονός ότι δεν του είναι πλέον συνεχώς απαραίτητη, παραμένοντας ταυτόχρονα συναισθηματικά διαθέσιμη όταν αυτό τη χρειάζεται. Ταυτόχρονα, χρειάζεται αρκετή εσωτερική δύναμη ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει την απώλεια μέρους του ίδιου της του εαυτού, λόγω της ολοένα αυξανόμενης ανεξαρτητοποίησης του παιδιού της. Η όλη αυτή διαδικασία είναι ιδιαίτερα επώδυνη για τη μητέρα, η οποία θα πρέπει να μπορέσει να αναπτύξει άμυνες, για να προστατέψει τον εαυτό της και τη συναισθηματική της πληρότητα.

Οι Ομάδες Νηπίων αποτελούν ένα πρότυπο ασφαλούς και προβλέψιμου μεταβατικού χώρου κατά Winnicott, ό,τι δηλαδή χρειάζεται να παρέχουν και οι ίδιοι οι γονείς στα παιδιά τους (Zaphiriou-Woods, 2005). Επιπλέον μέσα στην ομάδα, με την παρουσία του θεραπευτή αλλά και των υπόλοιπων μελών, η κάθε μητέρα μπορεί να δει το παιδί της, τον εαυτό της στο ρόλο της μητέρας, αλλά και τη μεταξύ τους σχέση από διαφορετική σκοπιά, μέσα από τα μάτια, τα συναισθήματα και τις αναπαραστάσεις του θεραπευτή και των υπολοίπων μελών. Άλλωστε, μέσα στο πλαίσιο μιας θεραπευτικής διαδικασίας και παρόντος του θεραπευτή, η κάθε μητέρα βλέπει και αντιμετωπίζει τα πράγματα διαφορετικά από ότι όταν είναι μόνη της (Stern 1995).

 Η μέχρι σήμερα πρακτική έχει δείξει ότι σε τέτοιου είδους θεραπευτικές παρεμβάσεις ανταποκρίνονται θετικά πολύ γρήγορα τα νήπια και οι γονείς τους (Zaphiriou 2005). Από τη μια μεριά, τα παιδιά, λόγω της ανώριμης και εύπλαστης ακόμα προσωπικότητάς τους, είναι ανοιχτά σε οποιασδήποτε μορφής θεραπευτική παρέμβαση. Από την άλλη, όσον αφορά στους γονείς, λόγω της αναδιοργάνωσης που υφίσταται η προσωπικότητα τους στην συγκεκριμένη φάση της ζωής τους (parenthood) για να μπορούν να ανταποκρίνονται καλύτερα στο γονικό τους ρόλο, είναι και αυτοί ανοιχτοί σε παρόμοιες εμπειρίες. Έτσι, τα νέα βιώματα και οι σχέσεις που τα νήπια και οι γονείς τους αποκτούν στις Ομάδες Νηπίων επηρεάζουν τόσο τον ίδιο τους τον εαυτό, όσο και τις εσωτερικές τους αναπαραστάσεις αντικείμενων και κατά συνέπεια τη συμπεριφορά και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Άλλωστε, όπως υποστηρίζει και ο Stern, σ’ αυτή την περίοδο, οι εξωτερικές και εσωτερικές πραγματικότητες του νηπίου και της μητέρας του είναι τόσο έντονα διασυνδεδεμένες (interconnected) και αλληλοεξαρτώμενες (interdependent), ώστε με μια επιτυχημένη θεραπευτική παρέμβαση μπορούν να μεταβληθούν όχι μόνο οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους αλλά και οι αναπαραστάσεις τους (Stern, 1995).


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:



Aber, J.L., & Baker, A.J. (1990). Security of attachment in toddlerhood: Modifying assessment procedures for joint clinical and research purposes. In M. Greenberg,D. Cicchetti, & M. Cummings (Eds.), Attachment in the preschool years, p.427-460. Chicago: University of Chicago Press.

Bergman, A. (1999). Ours, Yours, Mine: Mutuality and the emergence of the separate self. London: Jason Aronson Inc.

Bion, W.R. (1962b). Learning from Experience. London: Heinemann.

Bowlby, J. (1969). Attachment and Loss. Vol.1: Attachment. New York: Basic Books.

Fonagy, P. (1998). Prevention, the appropriate target of infant psychotherapy. Infant Mental Health Journal, 19.

Fraiberg, S.H. (1996). Magic Years. Understanding and handling the problems of early childhood. New York : Fireside.

Furman, E. (1982a). Mothers have to be there to be left. The Psychoanalytic Study of the Child, vol.37, p. 15-28. New Haven, CT: Yale University Press.

Furman, E. (1992). Toddlers and Their Mothers. A Study in Early Personality Development. Madison, Connecticut: International Universities Press, INC.

Green Paper (1999). “Supporting Families”. A Consultation Document. London :HMSO.

Lieberman, A.F. (1992). Infant-parent psychotherapy with toddlers. Development and Psychopathology, 4, p.559-574. Cambridge University Press.

Lieberman, A.F. (1994). The Emotional Life of the Toddler. New York: Free Press.

Mahler, M. (1965b). On the significance of the normal separation-individuation phase with reference to research in symbiotic child psychosis. In Drives, Affects, Behavior, vol.2, ed. M. Schur, p.161-169. New York: International Universities Press.

Mahler, M. S., Pine, F., Bergman, A. (1975). The Psychological Birth of the Human Infant. New York: Basic Books.

Martinez del Solar, F. (2003). Toddler Group : Can one be a mother without having had a mother. “Transicionez” Journal of the Peruvian Psychoanalytic Association for the Child and Adolenscents, No.6, p. 89.

Pine, F. (1992). Some Refinements of the Separation-Individuation Concept in the Light of Research on Infants. In The Psychoanalytic Study of the Child, vol.47, ed. Soluit, A.J. et al., Yale University Press, 1992, p. 103-118.

Rycroft, C. (1968). A Critical Dictionary of Psychoanalysis. London: Thomas Nelson & Sons Ltd.

Shimm, P.H., & Ballen, K. (1995). Parenting your toddler. Reading, MA: Addison-Wesley.

Stern, D. (1995). The Motherhood Constellation. New York: Basic Books.

Winnicott, D. (1968). Playing: Its Theoritical Status in the Clinical Situation (1)1. International Journal of Psychoanalysis, vol.49, p. 591-599.

Winnicott, D.W. (1960). Ego distortion in terms of true and false self. In The Maturational Processes and Facilitating Environment. London: Hogarth, p.140-152.

Winnicott, D.W. (1971). Mirror-role of Mother and Family in Child Development. In Playing and Reality. New York: Basic Books.

Zaphiriou Woods, M. (2000). Preventive Work in a Toddler Group and Nursery. Journal of Child Psychotherapy. Vol.26, No. 2, p.209-233.

Zaphiriou-Woods, M. (2005). The Anna Freud Centre Parent-Toddler. Unpublished paper, presented at the Toddler Symposium, Anna Freud Centre, London, U.K.


Άνθια Ναυρίδη

Παιδοψυχολόγος,

Επιστημονική συνεργάτρια Αιγινητείου Νοσοκομείου,

Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγιεινής Βύρωνα-Καισαριανής,

Υπηρεσία Παιδιών και Εφήβων,

Δήλου 14 161-21 Αθήνα

Τηλ. 210 7600100

Τηλ. & Fax οικίας: 210 8150610

E-mail: anthianavridi@hotmail.com




Σημείωση



[1] Το εσωτερικό παιδί έχει την έννοια ενός εσωτερικού αντικειμένου. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική βιβλιογραφία, τα εσωτερικά αντικείμενα (internal objects) αποτελούν ψυχικούς αντιπροσώπους (αναπαραστάσεις) εξωτερικών αντικειμένων που έχουν ενδοβληθεί. Τα εσωτερικά αντικείμενα είναι ασυνείδητες ψυχικές εικόνες που εμφανίζονται μέσα σε φαντασιώσεις προς τις οποίες αντιδρούμε σαν να είναι “πραγματικές” (Rycroft 1968).
[2]  «Αντικείμενο που το υποκείμενο αναγνωρίζει ως πρόσωπο με δικαιώματα, συναισθήματα, ανάγκες κλπ., ανάλογα με τα δικά του» (Rycroft, 1968). Εν προκειμένω δηλαδή η ασυνείδητη αναπαράσταση της κόρης γι’ αυτή τη μητέρα έχει περισσότερο να κάνει με μερικό αντικείμενο, ναρκισσιστικά επενδυμένο από την ίδια, με άλλα λόγια, ένα αντικείμενο με μοναδικό προορισμό την εξυπηρέτηση των δικών της αναγκών (της μητέρας), με προεξάρχουσα την ανάγκη της για αίσθηση πληρότητας.   



[i]  Μέρος της παρούσας εργασίας παρουσιάστηκε στην Ημερίδα «Ψυχοκοινωνικές Παρεμβάσεις στη Πρώτη Παιδική Ηλικία», του Ελληνικού Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών, Νοταρά 58 Αθήνα, στις 3/2/2006.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου